- Ἰακχιαστής
- Ἰακχιαστής, οῦ, ὁ,A worshipperofἼακχος, Benndorf-NiemannReisen in Lykien No.134b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιακχιαστής — ἰακχιαστής, ὁ (Α) λάτρης τού Ιάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίακχος, κατά τα μεταρρηματικά σε ιαστής (< ιάζω), πρβλ. εκβ ιαστής < εκβ ιάζω, σχεδ ιαστής < σχεδιάζω] … Dictionary of Greek
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek